μετατυπώνω

μετατυπώνω
(ΑΜ μετατυπῶ, -όω, Μ και ματατυπώνω)
νεοελλ.-μσν.
τυπώνω εκ νέου, ξανατυπώνω, ανατυπώνω
αρχ.
1. μετασχηματίζω, μεταποιώ, μεταβάλλω τον τύπο κάποιου
2. μεταβάλλω τη γραφή
3. (γενικά) τροποποιώ, μετατρέπω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετατυπώνω — μετατύπωσα, μετατυπώθηκα, μετατυπωμένος, τυπώνω πάλι κάτι που είναι τυπωμένο, ανατυπώνω, επανεκδίδω: Μετατύπωσε ορισμένα από τα σημαντικότερα αρχαία κείμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετατύπωση — η (ΑΜ μετατύπωσις) [μετατυπώνω] νεοελλ. τύπωση εκ νέου, ανατύπωση μσν. γραμμ. ανάλυση σύνθετης λέξης στα συνθετικά που τήν απαρτίζουν, λ.χ. ἀκρόπολις: ἄκρα πόλις αρχ. 1. (γενικά) μεταμόρφωση, μετασχηματισμός 2. γραμμ. μεταβολή γραφής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”